HELLAS TEAM in thailand 2023

Athloswebtv


Τετάρτη 6 Απριλίου 2016


ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ 


ΑΡΘΡΟ
ΠΟΥΝΤΖΟΥΚΙΔΗΣ ΚΩΝ/ΝΟΣ
ΑΠΟΦΟΙΤΟΣ ΤΕΦΑΑ
ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΕΣ
ΤΑΕ ΚΒΟ ΝΤΟ- KICK BOXING -ΠΥΓΜΑΧΙΑ
(Προπονητης του Α.Σ.ΑΘΛΟΣ ΚΙΛΚΙΣ)

Ορισμός και λειτουργία των κινήτρων
Η ψυχολογία ορίζει τα κίνητρα ως εσωτερικές διαδικασίες ή καταστάσεις του οργανισμού, που ενεργοποιούν τη συμπεριφορά και ωθούν τον οργανισμό προς έναν στόχο. Τα κίνητρα αναφέρονται στην αιτία μιας συμπεριφοράς και δεν είναι άμεσα ορατά αλλά συνάγονται από την συμπεριφορά.
Στο χώρο της αθλητικής ψυχολογίας, «τα κίνητρα αναφέρονται σε εκείνους τους παράγοντες της προσωπικότητας, τις κοινωνικές μεταβλητές, και/ή τις γνωστικές διαδικασίες που υπεισέρχονται όταν ένα άτομο αναλαμβάνει ένα έργο για το οποίο αξιολογείται, συναγωνίζεται ή προσπαθεί να επιτύχει κάποιο επίπεδο τελειότητας» (Roberts, 1992)
Η λειτουργία των κινήτρων αφορά στους παράγοντες που επηρεάζουν:
Την αρχή, δηλ. την έναρξη μιας συμπεριφοράς
Την ένταση, δηλ. την ποσότητα της ενεργοποίησης και της διέγερσης, την προσπάθεια που καταβάλει κάποιος σε ένα έργο
Την κατεύθυνση, την κίνηση προς το στόχο
Την επιμονή, δηλ. τη διάρκεια της προσπάθειας
Την επιλογή, δηλ. το ενδιαφέρον, την κλίση, την τάση που έχει το άτομο να επιλέξει κάποια δραστηριότητα ή κάποιον τομέα δράσης
Στον αθλητισμό, επομένως, τα κίνητρα απαντούν στην ερώτηση γιατί κάποιος ξεκινά τον αθλητισμό, γιατί επιλέγει το συγκεκριμένο άθλημα, γιατί επιμένει ή δεν επιμένει στην επίτευξη του στόχου, γιατί προσπαθεί ή δεν προσπαθεί πολύ, γιατί συνεχίζει ή γιατί εγκαταλείπει τον αθλητισμό ή το άθλημα κλπ.
Θεωρίες κινήτρων
Οι θεωρίες που έχουν αναπτυχθεί σχετικά με τα κίνητρα είναι πολλές και διαφορετικές και περιλαμβάνουν βιολογικούς, ψυχολογικούς, κοινωνικούς ή γνωστικούς παράγοντες. Οι περισσότεροι επιστήμονες συμφωνούν ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά επηρεάζεται από διάφορους παράγοντες όπως  η κληρονομικότητα, οι εσωτερικές-προσωπικές και περιβαλλοντικές διαδικασίες και η αλληλεπίδραση αυτών των παραγόντων μεταξύ τους. Δεν αποδίδουν όμως όλοι την ίδια σημασία σε κάθε παράγοντα. 
Θεωρία ενστίκτων
Η θεωρία των ενστίκτων είναι η πρώτη θεωρητική προσέγγιση στην ερμηνεία της συμπεριφοράς. Τα ένστικτα είναι ακούσιες, αυτόματες αντιδράσεις ή πρότυπα συμπεριφοράς που παρατηρούνται ως απάντηση σε συγκεκριμένα ερεθίσματα. Η θεωρία των ενστίκτων αναπτύχθηκε τον 19ο αιώνα και βοήθησε στη μελέτη της συμπεριφοράς των ζώων και στη συνέχεια των ανθρώπων. Ο Freud, αναφέρει δύο βασικά ένστικτα ως παρακινητές της ανθρώπινης συμπεριφοράς, το ένστικτο της ζωής (εκφράζεται στη σεξουαλική συμπεριφορά) και το ένστικτο του θανάτου (εκφράζεται στην επιθετική συμπεριφορά).
Θεωρία ορμών
Η συγκεκριμένη θεωρία κυριάρχησε τη δεκαετία του ΄40 στις ΗΠΑ και κύριος εκφραστής της είναι ο Clark Hull.
Ο Hull ονόμασε την πηγή της συμπεριφοράς ορμή και τον παράγοντα που την κατευθύνει έξη (συνήθεια). Θεωρεί ότι η ορμή προκαλείται από διάφορες φυσιολογικές ανάγκες  που δημιουργούνται από την έλλειψη βασικών συστατικών για την επιβίωση του ατόμου. Τα βασικά αυτά συστατικά μπορεί να αφορούν το οξυγόνο, την τροφή, το νερό, τον ύπνο, τη θερμοκρασία, την πίεση του αίματος, κλπ. Οι βιολογικές ανάγκες προκαλούν εσωτερικές μεταβολές στον οργανισμό, ο οποίος  έρχεται σε κατάσταση ανισορροπίας και ταυτόχρονα δημιουργείται μια ώθηση ώστε να ικανοποιήσει αυτές τις ανάγκες και να βρεθεί πάλι σε ισορροπία (ομοιόσταση). Στα πειράματα που έκανε σε ποντικούς, ο Hull διαπίστωσε ότι η βιολογική ανάγκη (πείνα) δημιουργούσε ένταση και οδηγούσε τα πειραματόζωα σε τυχαίες πράξεις και συμπεριφορές. Εάν κάποια απ’ αυτές τις συμπεριφορές ήταν επιτυχημένη, δηλ. πατούσε το μοχλό που έριχνε τροφή, η ένταση μειωνόταν και ο οργανισμός ερχόταν και πάλι σε ισορροπία (ομοιόσταση). Την επόμενη φορά που το πειραματόζωο θα βρισκόταν στην ίδια κατάσταση έντασης ήταν πολύ πιθανόν να εκδηλώσει την ίδια συμπεριφορά που το οδήγησε στην ανακούφιση της έντασης (έξη, συνήθεια).
Στις θεωρίες των ορμών δεν λαμβάνονται υπόψη ψυχολογικές- συναισθηματικές διαδικασίες ούτε γνωστικές- νοητικές διαδικασίες.
Ανθρωπιστική θεωρία κινήτρων
Σύμφωνα με την ανθρωπιστική θεωρία, οι άνθρωποι έχουν έμφυτες ανάγκες για προσωπική εξέλιξη και ανάπτυξη. Ο  εμπνευστής αυτής της προσέγγισης είναι ο Abraham Maslow και η κεντρική έννοια της θεωρίας του είναι η αυτοπραγμάτωση. Η αυτοπραγμάτωση είναι η επιδίωξη του ανθρώπου να πραγματοποιήσει πλήρως το δυναμικό του και να γίνει ό,τι πιστεύει ότι είναι ικανός να γίνει. Μάλιστα, σύμφωνα με τον Maslow, η ικανότητα για αυτοπραγμάτωση είναι αυτό που ξεχωρίζει τον άνθρωπο από τα ζώα. Την ανάγκη για αυτοπραγμάτωση τη θεωρεί εξίσου σημαντική με την πείνα και τη δίψα. Τοποθέτησε τις ανάγκες σε μία πυραμίδα, γνωστή ως πυραμίδα του Maslow, όπου στη βάση της βρίσκονται οι πιο βασικές, πρωταρχικές ανάγκες, οι οποίες θα πρέπει σε κάποιο βαθμό να ικανοποιηθούν ώστε να προχωρήσει το άτομο στην κάλυψη των παραπάνω.
Στη βάση της πυραμίδας βρίσκονται οι φυσιολογικές ανάγκες για τροφή, νερό, οξυγόνο, κατάλληλη θερμοκρασία, ξεκούραση, ύπνο.
Στην επόμενη βαθμίδα βρίσκεται η ανάγκη για ασφάλεια και προστασία, όπως προστασία από τις εξωτερικές απειλές,  στέγη, οικονομική ασφάλεια.
Στη συνέχεια βρίσκεται η ανάγκη για αγάπη και συμμετοχή σε κοινωνικές ομάδες, φιλία, συντροφικές σχέσεις, οικογένεια, ομάδες-σύλλογοι
Ακολουθεί η ανάγκη για εκτίμηση και αποδοχή, όπου εδώ συμπεριλαμβάνονται η αυτοεκτίμηση, ο σεβασμός, το κύρος και η αίσθηση ικανότητας
Στο τελευταίο επίπεδο βρίσκεται η αυτοπραγμάτωση.

Άλλοι θεωρητικοί όπως ο Murray τόνισαν τη σημασία των ψυχολογικών έναντι των φυσιολογικών αναγκών. Ο Murray δημιούργησε το TAT (Thematic Apperception Test) με το οποίο μελετούσε τα κίνητρα της συμπεριφοράς και βάσει του οποίου κατέγραψε μία λίστα με κίνητρα που τα ονόμασε ανάγκες.
·         Ανάγκη για επίτευξη (πραγμάτωση ενός σκοπού, υπερπήδηση εμποδίων, επιδίωξη δύσκολων πράξεων καθώς και ταχύτητα εκτέλεσης των πράξεων)
·         Ανάγκη για παιχνίδι (για χαλάρωση, για ψυχαγωγία, διασκέδαση και ευχαρίστηση)
·         Ανάγκη για αναγνώριση (έπαινοι και επιδοκιμασίες)
·         Ανάγκη για υπεροχή (η επιρροή πάνω στους άλλους ή ο έλεγχος των άλλων)
·         Ανάγκη για συναναστροφή ή δημιουργία σχέσεων (φιλικές σχέσεις, γνωριμίες, παρέες, συντροφικές σχέσεις)
·         Ανάγκη για υπεράσπιση (άμυνα του ατόμου έναντι μιας κατηγορίας ή υποτίμησης)
·         Ανάγκη για επιθετικότητα (βίαιη επίθεση, πρόκληση βλάβης)
·         Ανάγκη για αυτονομία (αντίσταση στις επιρροές ή τις πιέσεις)
·         Ανάγκη για γνώση (ανάγκη για διεύρυνση)
·         Ανάγκη για συμπαράσταση (βοήθεια, προστασία ή συμπάθεια)
·         Ανάγκη για περιποίηση ή μέριμνα (προστασία ατόμων ή καταστάσεων)
Στον αθλητισμό συναντάμε κυρίως την ανάγκη επίτευξης, την ανάγκη για υπεροχή, την ανάγκη για παιγνίδι, την ανάγκη για αναγνώριση, την ανάγκη για συναναστροφή ή δημιουργία σχέσεων.
Γνωστικές θεωρίες κινήτρων
Η γνωστική θεωρία γενικά μελετά τον τρόπο με τον οποίο οι γνωστικές διαδικασίες ή οι σκέψεις διεγείρουν και κατευθύνουν τη συμπεριφορά. Οι γνωστικές θεωρίες των κινήτρων μελετούν πώς ο τρόπος που σκεφτόμαστε και ερμηνεύουμε τις καταστάσεις και τις συμπεριφορές μπορούν να ενισχύσουν ή να αποδυναμώσουν τα κίνητρά μας.
Θεωρία απόδοσης αιτίων
Αναφέρεται στο πώς ένα άτομο αιτιολογεί, ερμηνεύει τη συμπεριφορά του και τη συμπεριφορά των άλλων. Αναφέρεται στα αίτια και τους παράγοντες στα οποία αποδίδει ένα άτομο μια συμπεριφορά. Κατά τον Weiner, οι άνθρωποι συνήθως αποδίδουν την επιτυχία ή την αποτυχία ενός έργου στις εξής αιτίες: στην προσπάθεια, στο βαθμό δυσκολίας του έργου, στην ικανότητα και στην τύχη. Απ’ αυτές, η προσπάθεια και η ικανότητα αποτελούν εσωτερικές αιτίες, ενώ η δυσκολία του έργου και η τύχη εξωτερικές. Επίσης, η ικανότητα και η δυσκολία του έργου μπορούν να θεωρηθούν σχετικά σταθεροί παράγοντες, ενώ η προσπάθεια και η τύχη ασταθείς. Ανάλογα με το αν αποδίδουν τα αίτια σε εξωτερικούς ή εσωτερικούς παράγοντες, λέμε ότι αυτά τα άτομα έχουν εξωτερική ή εσωτερική εστία ελέγχου. Επομένως, κάποιος που θεωρεί ότι σε μια επιτυχία του αυτό που έπαιξε ρόλο ήταν ότι το έργο ήταν εύκολο και είχε καλή τύχη, λέμε ότι έχει εξωτερική εστία ελέγχου, ενώ κάποιος που την αποδίδει στην προσπάθεια και στην ικανότητά του έχει εσωτερική εστία ελέγχου. Εάν κάποιος αποδώσει την επιτυχία στην ικανότητά του και στην προσπάθεια που κατέβαλε (σε εσωτερικά αίτια), η επιτυχία του ενισχύει στην αίσθηση ότι αξίζει. Εάν την αποδώσει σε εξωτερικά αίτια, μειώνεται η επίδραση στην αίσθηση της αξίας του. 


Εστία ελέγχου (locus of control)

Εσωτερική
Εξωτερική

Σταθερή
Ικανότητα
Δυσκολία του έργου
Ασταθής
Προσπάθεια
Τύχη

Η απόδοση των αιτιών επηρεάζει σημαντικά, εκτός από την αίσθηση της αξίας, και τις προσδοκίες για το μέλλον.
Ο φόβος της αποτυχίας
Γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στο φόβο της αποτυχίας, αφού συχνά υπονομεύει και αποδυναμώνει τα κίνητρα ενός αθλητή και τον εμποδίζει να αναπτύξει πλήρως το δυναμικό του.
Ο φόβος της αποτυχίας είναι μια σχετικά σταθερή προδιάθεση κάποιου ατόμου και επηρεάζει ιδιαίτερα το επίπεδο των προσδοκιών του. Το άτομο έχει κυρίως απαισιόδοξες σκέψεις σχετικά με την ικανότητά του, με το μέλλον του στον αθλητισμό ή με την απόδοσή του σε έναν αγώνα. Μπορεί να αποφεύγει τον συναγωνισμό επειδή δεν θέλει να φανεί η υποτιθέμενη ανικανότητά του και εμφανίζει υψηλά επίπεδα άγχους. Εάν διερευνήσουμε την έννοια της αποτυχίας σ’ αυτά τα άτομα θα διαπιστώσουμε ότι συνήθως συνδέεται με τον φόβο ότι θα νιώσουν ντροπή, ότι θα χάσουν την αυτοεκτίμησή τους, ότι το μέλλον τους θα είναι αβέβαιο, ότι οι σημαντικοί άνθρωποι στο περιβάλλον τους (προπονητής, συναθλητές, οικογένεια, φίλοι) θα χάσουν την εκτίμησή τους γι’ αυτό ή θα στενοχωρηθούν.
Μερικές παρατηρήσεις - ενδείξεις ότι ένας αθλητής διακατέχεται από το φόβο της αποτυχίας θα μπορούσαν να είναι οι εξής:
Ø  Παρατηρούμε ότι μένει προσκολλημένος σε μία παλαιότερη επιτυχία του και δεν «αντέχει» να πέσει κάτω από εκείνη την απόδοση
Ø  Έχει επαναλαμβανόμενες αποτυχίες τις οποίες βιώνει με επώδυνο τρόπο
Ø  Κάνει αυστηρή αυτοκριτική
Ø  Επηρεάζεται πολύ από την κριτική των άλλων
Ø  Επηρεάζεται από το πώς οι άλλοι θα έβλεπαν την απόδοσή του
Ø  Αποφεύγει το ρίσκο
Ø  Εκδηλώνει έντονα συμπτώματα άγχους
Ø  Μπορεί να βάζει πολύ υψηλούς ή πολύ χαμηλούς στόχους χωρίς να λαμβάνει υπόψη την εμπειρία του από ανάλογες περιπτώσεις
Σ’ αυτή την περίπτωση, ο προπονητής χρειάζεται να δουλέψει με τον αθλητή ώστε να αλλάξει τη στάση του απέναντι στην επιτυχία και την αποτυχία. Χρειάζεται να βοηθήσει τον αθλητή να κατανοήσει τι σημαίνει γι’ αυτόν η αποτυχία, αν αισθάνεται πχ ότι χάνει την αξία του, ότι χάνει την εκτίμηση του προπονητή, των κοντινών του ανθρώπων, ή είναι γενικά απαισιόδοξος για το μέλλον; Όταν ο προπονητής καταλάβει, μπορεί να βοηθήσει τον αθλητή να δημιουργήσει πιο λειτουργικές αντιλήψεις για την επιτυχία και την αποτυχία και να αναπτύξει πιο ρεαλιστικές προσδοκίες και πιο θετική αίσθηση της αξίας του. Πριν όμως μιλήσει ο προπονητής με τον αθλητή, θα πρέπει να έχει καθορίσει ο ίδιος ποια είναι η δική του στάση απέναντι στην επιτυχία και την αποτυχία.  
Εσωτερικά και Εξωτερικά κίνητρα
Τα κίνητρα μπορεί να είναι εσωτερικά ή εξωτερικά.
Τα εσωτερικά κίνητρα είναι:
·         η ευχαρίστηση που νιώθει ο αθλητής όταν ασχολείται με το άθλημα
·         η ικανοποίηση που βιώνει καθώς προσπαθεί να επιτύχει ή να δημιουργήσει κάτι (ανάγκη για επίτευξη)
·         η αγάπη για τη δράση
·         η ανάγκη για επαφή με άλλους ανθρώπους και η επιθυμία να ανήκει σε μια ευρύτερη ομάδα ανθρώπων
·         τα αισθήματα αυτοπραγμάτωσης
Τα εξωτερικά κίνητρα αφορούν συνήθως ανταμοιβές από το περιβάλλον όπως:
·         έπαινος
·         βραβεία
·         έπαθλα, μετάλλια
·         υλικές απολαβές
·         η σχέση με τον προπονητή
·         η σχέση με σημαντικούς ανθρώπους στη ζωή του (πχ. γονείς)  

Οι έρευνες δείχνουν ότι οι αθλητές υψηλού επιπέδου έχουν πάντοτε υψηλό εσωτερικό κίνητρο. Τα εξωτερικά κίνητρα δημιουργούν εξάρτηση του αθλητή από το περιβάλλον. Όσο υπάρχουν, είναι κινητοποιημένος, όταν για κάποιο λόγο πάψουν να υπάρχουν, υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να χάσει το κίνητρό του.
Είναι γενικά αποδεκτό ότι η  ενίσχυση των εσωτερικών κινήτρων είναι αποτελεσματικότερη. Τα εσωτερικά κίνητρα είναι αυτά που μπορούν να λειτουργήσουν περισσότερο σταθερά και μακροπρόθεσμα. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα εξωτερικά κίνητρα είναι άχρηστα, αλλά ότι πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή και να μην αποτελούν τον κύριο τρόπο παρακίνησης. Σύμφωνα με κάποιους συγγραφείς, τα εξωτερικά κίνητρα θα πρέπει να αποτελούν περισσότερο μία πληροφορία για την απόδοση του αθλητή παρά πραγματική παρακίνηση. Με απλά λόγια, ο αθλητής κάνει την προσπάθειά του, παρακινημένος από την εσωτερική ανάγκη του για επίτευξη και ο έπαινος πχ έρχεται ως μία πληροφορία από τον προπονητή ότι όντως πέτυχε, ότι όντως είχε αποτέλεσμα η προσπάθειά του.
Συνοψίζοντας, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ένας προπονητής προκειμένου να εφαρμόσει την παρακίνηση θα ήταν καλό να λάβει υπόψη του τα εξής:
Ø  Η παρακίνηση δεν μπορεί να είναι ίδια για όλους αθλητές. Αφού υπάρχουν διαφορετικά κίνητρα υπάρχουν και διαφορετικοί τρόποι παρακίνησης.
Ø  Να γνωρίζει τις ανάγκες των αθλητών του και τα κίνητρά τους. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με επικοινωνία, διάλογο και διερεύνηση. Οι κύριες, σχετικά με τον αθλητισμό ανάγκες, είναι α) η ανάγκη για διέγερση και διασκέδαση, β) η ανάγκη για επαφή με άλλους ανθρώπους και η αίσθηση ότι ανήκουν σε έναν χώρο ή μια ευρύτερη ομάδα και γ) η ανάγκη να αισθάνονται ικανοί
Ø  Η ανάγκη να αισθάνονται ικανοί φαίνεται να είναι η πιο σημαντική ανάγκη που χρειάζεται να ικανοποιήσουν οι αθλητές ώστε να ενισχύσουν το κίνητρο της επίτευξης και να μην αναπτύξουν τον φόβο της αποτυχίας.
Ø  Να αναγνωρίζει την εστία ελέγχου των αθλητών του, εάν είναι εσωτερική ή εξωτερική. Να αναγνωρίζει δηλ. εάν ο αθλητής τοποθετεί την επιτυχία ή την αποτυχία σε εσωτερικές ή εξωτερικές αιτίες. Είναι πιο επιθυμητό να έχει κάποιος εσωτερική εστία ελέγχου γιατί έτσι νιώθει περισσότερο άξιος και ικανός να επηρεάσει το αποτέλεσμα
Ø  Η χρήση εξωτερικών κινήτρων όπως ο έπαινος, η σχέση με τον προπονητή, τα βραβεία, οι αμοιβές ή οι τιμωρίες πρέπει να εφαρμόζονται με τέτοιον τρόπο ώστε να μην καταστρέφονται τα εσωτερικά κίνητρα των αθλητών. Δεν είναι αποτελεσματικό μακροπρόθεσμα να εξαρτώνται οι αθλητές από την εξωτερική παρακίνηση
Ø  Να προσαρμόζει τη δυσκολία της προπόνησης στην ικανότητα του αθλητή. Να δίνει ευκαιρίες για επιτυχίες ώστε να ενισχύεται το κίνητρο. Εάν κάποιος αποτυγχάνει διαρκώς, μοιραία θα χάσει το κίνητρό του
Ø  Να βοηθά τον αθλητή να θέτει στόχους που θα κατευθύνονται στην απόδοση και όχι στο αποτέλεσμα. Να τον βοηθά επίσης να θέτει σταδιακούς ρεαλιστικούς στόχους ώστε να τους πετυχαίνει και να συνεχίζει.
Ø  Να κρατά τις προπονήσεις σε διέγερση, βάζοντας δραστηριότητες με ποικιλία
Ø  Να αξιολογεί κυρίως την προσπάθεια και τη διαδικασία, όπως και την προσωπική εξέλιξη και όχι τη νίκη ή την ήττα. Μια τέτοια αξιολόγηση σχετικά με την ικανότητα οδηγεί στην ενίσχυση της αυτοεκτίμησης του αθλητή και στην περαιτέρω προσπάθεια. Επίσης, φαίνεται ότι τέτοιου είδους αξιολόγηση οδηγεί στη συνέχιση της συμμετοχής στον αθλητισμό για χρόνια.
Ø  Να αποδίδει την αποτυχία στην έλλειψη προσπάθειας, αφού πάντα υπάρχουν περιθώρια ως προς τη διάρκεια και ως προς την ένταση των προγραμμάτων εξάσκησης.
Ø  Να ερμηνεύει με θετικό τρόπο τα αποτελέσματα των προσπαθειών τους ώστε να έχουν το κίνητρο να συνεχίσουν και να προσπαθήσουν να βελτιωθούν.
Ø  Σε περίπτωση που δεν μπορεί να καταλάβει τα κίνητρα των αθλητών ή αντιμετωπίζει μεγάλη δυσκολία με κάποιον αθλητή χρειάζεται να απευθυνθεί σε κάποιον ειδικό ψυχολόγο.
Ερωτήσεις
1. Ποια από τα παρακάτω είναι εξωτερικά κίνητρα;
Α. ανάγκη να αισθανθώ ικανός
Β. έπαθλα
Γ. έπαινος
Δ. αγάπη για τη δράση
Ε. η εκτίμηση του προπονητή  

2. Ένας αθλητής αποδίδει μια αποτυχία του στην ανικανότητά του και στην έλλειψη προσπάθειας. Έχει εσωτερική ή εξωτερική εστία ελέγχου;

3. Ποια από τα παρακάτω είναι πιθανές ενδείξεις ότι ένας αθλητής διακατέχεται από φόβο της αποτυχίας;
Α. Είναι ήρεμος
Β. Αποφεύγει το ρίσκο
Γ. Κάνει πολύ αυστηρή αυτοκριτική
Δ. Θέτει ρεαλιστικούς στόχους
Ε. Φτάνει μέχρι ένα επίπεδο και δεν προχωρά πιο πέρα

4. Ο προπονητής, εάν θέλει να ενισχύσει τα κίνητρα των αθλητών του,  είναι καλύτερα να αξιολογεί κυρίως την προσπάθεια, τη διαδικασία και την προσωπική εξέλιξη και όχι τη νίκη ή την ήττα. Σωστό ή λάθος;




ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΕΣ ΔΕΞΙΟΤΗΤΕΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΘΛΗΤΕΣ
Η μεγάλη πλειοψηφία των αθλητών αναγνωρίζει τη σπουδαιότητα της ψυχολογικής προετοιμασίας για τους αγώνες. Πολλοί μάλιστα θεωρούν ότι «η απόδοση σε ένα άθλημα εξαρτάται κατά 90% από το μυαλό». Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι η ψυχολογική προετοιμασία μπορεί να υποκαταστήσει την φυσική προετοιμασία, την προπόνηση. Σημαίνει όμως ότι εάν δύο αθλητές έχουν αναπτύξει τις φυσικές τους δεξιότητες και είναι στο ίδιο επίπεδο, ο νικητής είναι τις περισσότερες φορές αυτός που είναι καλύτερα προετοιμασμένος ψυχολογικά.
Οι βασικές ψυχολογικές δεξιότητες που χρειάζεται να αναπτύξει ένας αθλητής είναι η νοερή απεικόνιση, ο έλεγχος της ψυχικής ενέργειας, ο έλεγχος του στρες, η προσοχή και η αυτοσυγκέντρωση και ο καθορισμός των στόχων.
Νοερή απεικόνιση
Η νοερή απεικόνιση είναι η εσωτερική απεικόνιση ενός αντικειμένου ή μιας δραστηριότητας χωρίς την παρουσία εξωτερικού ερεθίσματος. Στον αθλητισμό, τη συναντάμε κυρίως με τους όρους νοερή εξάσκηση ή νοερή προπόνηση. Ο αθλητής σκέφτεται μια κίνηση, μια άσκηση, μια τεχνική ή μια στρατηγική και φαντάζεται τον εαυτό του να την εκτελεί με τον ιδανικό τρόπο. Για να επιτευχθεί η νοερή εξάσκηση χρειάζεται να δημιουργήσει ο αθλητής καθαρές, ζωηρές εικόνες της κίνησης, της στρατηγικής ή της κατάστασης που θέλει να δουλέψει, στη φαντασία του. Στη δημιουργία αυτών των εικόνων συμμετέχουν οι αισθήσεις και τα συναισθήματα. Όσο πιο πλήρης είναι η βίωση της εμπειρίας στη φαντασία, τόσο πιο επιτυχημένη είναι η νοερή απεικόνιση.
Η νοερή απεικόνιση μπορεί να γίνει ένα πολύ ισχυρό εργαλείο για έναν αθλητή, τόσο προς το καλό όσο και προς το κακό, ανάλογα με τον τρόπο που θα τη χρησιμοποιήσει. Μπορεί κάποιος να φανταστεί ότι έχει τη μέγιστη απόδοση και ότι ξεπερνά δοκιμασίες και δυσκολίες ή ότι αποτυγχάνει και καταστρέφεται.
Οι βασικές χρήσεις της νοερής απεικόνισης είναι:
ü  Βοήθεια στους αθλητές να βελτιώσουν κινητικές δεξιότητες
ü  Προπόνηση πάνω σε στρατηγικές που θα ακολουθήσουν σε συγκεκριμένους αγώνες
ü  Απόκτηση συγκεκριμένων ψυχολογικών δεξιοτήτων, όπως ο έλεγχος της ψυχικής ενέργειας και του στρες, η συγκέντρωση της προσοχής, η ικανότητα αυτοσυγκέντρωσης, η μείωση της αίσθησης του πόνου
ü  Ενίσχυση της αυτοπεποίθησης και της πίστης, μέσω του οραματισμού της επιτυχίας και της νίκης


Επιστημονικές έρευνες και τεκμηρίωση της νοερής εξάσκησης
Υπάρχουν πολλά στοιχεία στη διεθνή βιβλιογραφία που στηρίζουν την άποψη ότι η νοερή εκτέλεση των κινήσεων ενισχύει τη μάθηση. Ο Παυλώφ, ένας από τους πρώτους επιστήμονες που ασχολήθηκαν με αυτό το θέμα, γράφει τα εξής: «έχει επιστημονικά εξακριβωθεί ότι τα άτομα τα οποία σκέφτονται ορισμένες κινήσεις, εκτελούν αυτές τις κινήσεις χωρίς να το καταλαβαίνουν (ασυνείδητα)». Ο Jacobson παρατήρησε ότι αυτού του είδους η άσκηση ενεργοποιεί πολλούς μηχανισμούς του εγκεφάλου, οι οποίοι ενεργοποιούνται και σε μια πραγματική προσπάθεια. Συγκεκριμένα, σε ένα από τα πειράματά του, παρατήρησε ότι όταν ένα άτομο φαντάζεται ότι λυγίζει τον αγκώνα του, παρουσιάζονται ηλεκτρικά φαινόμενα στον δικέφαλο βραχιόνιο μυ. Κατά τη διάρκεια της νοερής εξάσκησης καταγράφεται, μέσω του ηλεκτρομυογραφήματος, νευρομυϊκή δραστηριότητα στους μυς που κάνουν την κίνηση.
Η νοερή εξάσκηση παρουσιάζει επίσης μερικά από τα χαρακτηριστικά δραστηριοποίησης των διαδικασιών απομνημόνευσης όπως και η πραγματική προσπάθεια. Με απλά λόγια, όπως «θυμάται» ο εγκέφαλός μας μία κίνηση που κάνουμε στην πραγματικότητα, έτσι «θυμάται» και μία κίνηση που φανταζόμαστε ότι κάνουμε.
Τεχνικές νοερής εξάσκησης
Ένας τρόπος να κάνουμε νοερή εξάσκηση είναι να τη συνδυάσουμε με την παρατήρηση. Σύμφωνα μ’ αυτή την τεχνική, ένα άτομο παρατηρεί πρώτα σε ζωντανή εκτέλεση ή σε βίντεο την άσκηση ή την τεχνική ή την στρατηγική και μετά την αναπαριστά νοερά.
Η νοερή εξάσκηση μπορεί να έχει εσωτερική ή εξωτερική προοπτική. Κατά την εξωτερική νοερή εξάσκηση, το άτομο φαντάζεται την όλη κατάσταση ως θεατής, παρατηρεί πχ. τον εαυτό του να εκτελεί μια άσκηση σαν να τον τραβάει μια κάμερα. Στην εσωτερική νοερή εξάσκηση το άτομο συμμετέχει, αισθάνεται την άσκηση (κιναισθητική διαδικασία). Οι περισσότεροι αθλητές που εφαρμόζουν τη νοερή εξάσκηση συμφωνούν ότι και τα δύο είδη μπορούν να είναι αποτελεσματικά.
Άλλη τεχνική που χρησιμοποιείται από προπονητές και ψυχολόγους είναι η τεχνική των διακριτικών σημείων. Σ’ αυτή την τεχνική, το άτομο κάνει διάκριση μεταξύ της δικής του εκτέλεσης και της ιδανικής εκτέλεσης. Με αυτό τον τρόπο, τα άτομα βοηθούνται να διορθώσουν τα λάθη τους εκτελώντας νοερά τη σωστή τεχνική της άσκησης.
Υπάρχουν αθλητές που έχουν μεγαλύτερη ευκολία να δημιουργούν ακριβείς και λεπτομερείς εικόνες ενώ κάποιοι άλλοι δυσκολεύονται. Η δεξιότητα βελτιώνεται με την εξάσκηση.  
 


Έλεγχος του στρες
Όλα τα έντονα συναισθήματα μπορούν να επιδράσουν στην απόδοση ενός αθλητή, όμως το στρες και το άγχος φαίνεται να επιδρούν περισσότερο, γι’ αυτό και έχουν μελετηθεί ιδιαίτερα. Το άγχος επηρεάζει τις νοητικές λειτουργίες του αθλητή και δεν μπορεί να κατευθύνει την προσοχή του στην προσπάθεια και τις απαιτήσεις του αγώνα.
Το στρες είναι η φυσιολογική αντίδραση του οργανισμού σε ένα νέο και απαιτητικό ερέθισμα. Προκαλεί την απελευθέρωση συγκεκριμένων ορμονών, με κυριότερες την αδρεναλίνη και τη νοραδρεναλίνη, οι οποίες μας επιτρέπουν να παίρνουμε γρήγορες αποφάσεις και να είμαστε σε εγρήγορση. Το στρες έχει να κάνει γενικά με μία «κατάσταση διατάραξης της ησυχίας μας» και την αίσθηση μιας ανισορροπίας στον οργανισμό. Τα έντονα συναισθήματα συνήθως δημιουργούν στρες, ανεξάρτητα εάν είναι ευχάριστα ή δυσάρεστα. Ο Selye διακρίνει τη θετική διάσταση του στρες, την οποία ονομάζει ευστρές (eustress), το στρες δηλ που μας κινητοποιεί σε δράση και οδηγεί σε αλλαγή και την αρνητική διάσταση που την ονομάζει distress (δυσφορία), δηλ. το στρες που διαρκεί, συνοδεύεται από αρνητικές σκέψεις και καταλήγει να γίνεται άγχος. Όταν «λυθεί» η κατάσταση, το στρες καταλαγιάζει και ο οργανισμός επανέρχεται σε ισορροπία (ομοιόσταση).   
Το άγχος είναι μια παγκοσμίως γνωστή εμπειρία η οποία λειτουργεί σαν μηχανισμός προειδοποίησης (μηχανισμός ασφαλείας). Ο μηχανισμός εκπέμπει προειδοποιητικά σήματα σε καταστάσεις κινδύνου που έχουν σχέση με αβεβαιότητα. Στο άγχος αισθανόμαστε περισσότερο φόβο παρά στρες, αισθανόμαστε φόβο εξαιτίας μιας κατάστασης που δεν γνωρίζουμε τι θα επακολουθήσει. 
Το στρες διαρκείας μπορεί να οδηγήσει σε διαταραχή του άγχους. Όταν μια αντίδραση που στοχεύει στο να αντιμετωπίσει γρήγορα μια κατάσταση ανάγκης, γίνει αντίδραση διαρκείας τότε κάποια στιγμή, σε κάποιο μέρος του σώματος «θα καούν οι ασφάλειες». Το στρες διαρκείας οδηγεί σε κατάρρευση.
Ορισμός του στρες κατά την αθλητική ψυχολογία
Μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα το στρες αν το αντιληφθούμε ως μια διεργασία που περιλαμβάνει τρεις όρους: α) ένα στρεσογόνο ερέθισμα β) μια αίσθηση απειλής και γ) μια αντίδραση άγχους κατάστασης
Ο όρος στρεσογόνο ερέθισμα περιέχει ένα βαθμό σωματικού ή ψυχικού κινδύνου. Η αντίδραση του άγχους εξαρτάται από την ερμηνεία που θα δώσει κάθε άτομο σ’ αυτό το ερέθισμα. Αν το αντιληφθεί σαν κάτι επικίνδυνο και απειλητικό, θα εκδηλώσει συναισθήματα ανησυχίας, φόβου και έντασης.
Ο όρος απειλή υποδηλώνει την εκτίμηση ή την αντίληψη του ατόμου ότι μια οποιασδήποτε κατάσταση μπορεί να είναι επικίνδυνη ή επιζήμια.
Ο όρος άγχος κατάστασης αναφέρεται στο μεταβατικό ή περιστασιακό άγχος, δηλ σε μια μεταβατική συγκινησιακή αντίδραση που αποτελείται από αισθήματα έντασης, φόβου, νευρικότητας και ανησυχίας καθώς και μια ενεργοποίηση του αυτόνομου νευρικού συστήματος, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση του αθλητικού συναγωνισμού.
Παράδειγμα: Ένας αθλητής πρόκειται να αγωνισθεί. Η αγωνιστική κατάσταση αποτελεί το στρεσογόνο ερέθισμα. Για την εκτίμηση της απειλής, ο αθλητής χρησιμοποιεί συνήθως δύο κριτήρια, τη σημασία του αποτελέσματος και την αίσθηση της ικανότητάς του. Εάν θεωρήσει ότι το αποτέλεσμα είναι σημαντικό γι’ αυτόν και ότι έχει την ικανότητα να τα πάει καλά, δεν αναπτύσσει άγχος. Εάν θεωρήσει ότι δεν έχει την ικανότητα και το αποτέλεσμα είναι σημαντικό, αναπτύσσει άγχος. Εάν θεωρήσει ότι το αποτέλεσμα δεν είναι σημαντικό, επίσης δεν αναπτύσσει άγχος.
Βλέπουμε δηλ τη σημασία του γνωστικού παράγοντα, ο οποίος παρεμβαίνει ανάμεσα στο ερέθισμα και το αποτέλεσμα και καθορίζει εάν θα εκδηλωθεί ή όχι το άγχος κατάστασης. Κάθε ερέθισμα επομένως δεν γίνεται αντιληπτό με τον ίδιο τρόπο από όλα τα άτομα. Ένα στρεσογόνο ερέθισμα μπορεί από ένα άτομο να γίνει αντιληπτό ως απειλή, από ένα άλλο ως πρόκληση και από ένα τρίτο ως αδιάφορο.
Κάποια άτομα έχουν την προδιάθεση να αναπτύξουν υψηλότερα επίπεδα άγχους. Αυτά τα άτομα έχουν αγχώδη προδιάθεση. Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι είναι γενικότερα πιο αγχώδη και αντιλαμβάνονται περισσότερες καταστάσεις ως απειλητικές ή επικίνδυνες. Τα άτομα με αγχώδη προδιάθεση είναι πιο ευάλωτα στο στρες και μπορεί να εμφανίσουν περισσότερα και πιο έντονα συμπτώματα άγχους. Συνήθως, η αγχώδης προδιάθεση έχει τις ρίζες της στις πρώιμες εμπειρίες του ατόμου, μέσα στην οικογένεια και το περιβάλλον.
Το άγχος εκδηλώνεται με σωματικά και γνωστικά συμπτώματα. Τα γνωστικά συμπτώματα αφορούν κυρίως τις αρνητικές προσδοκίες για την απόδοση ή την επιτυχία ή την αρνητική αυτο-αξιολόγηση.
Τα σωματικά συμπτώματα προκύπτουν από την ενεργοποίηση του αυτόνομου νευρικού συστήματος και μπορεί να είναι ταχυπαλμία, μυϊκή ένταση, δύσπνοια, εφίδρωση, διαταραχές του γαστρεντερικού συστήματος.
Συμπτώματα στρες
Σωματικά
Ψυχολογικά
Συμπεριφοράς

Ταχυπαλμία

Ανησυχία

Γρήγορη ομιλία
Αυξημένη πίεση
Αίσθηση συντριβής
Δάγκωμα νυχιών
Εφίδρωση
Ανικανότητα στη λήψη αποφάσεων
Χτύπημα του ποδιού στο έδαφος
Αυξημένη δραστηριότητα εγκεφαλικών κυμάτων
Σύγχυση
Σύσπαση των μυών
Διαστολή της κόρης των ματιών
Δυσκολία στη συγκέντρωση
Βλοσυρό ύφος
Ταχύπνοια
Δυσκολία στην εστίαση της προσοχής
Τρεμοπαίξιμο των ματιών
Μειωμένη ροή αίματος προς το δέρμα
Αίσθηση απώλειας ελέγχου
Τρέμουλο
Μυϊκή ένταση

Σπασμένη φωνή
Υπέρπνοια


Αύξηση της γλυκόζης στο αίμα


Στεγνό στόμα


Αύξηση αδρεναλίνης



Διαχείριση του στρες
Για να σχεδιάσουμε μία ολοκληρωμένη στρατηγική διαχείρισης του στρες θα πρέπει να λάβουμε υπόψη όλους τους παράγοντες που συνδέονται με αυτό, δηλ. τα σωματικά συμπτώματα (τη μείωση της σωματικής διέγερσης), το στρεσογόνο ερέθισμα (την τροποποίηση όποιων παραγόντων του περιβάλλοντος μπορεί να προσθέτουν άγχος στον αθλητή) και τα γνωστικά-ψυχολογικά συμπτώματα (την αλλαγή των αρνητικών σκέψεων).
Τροποποίηση του περιβάλλοντος
Οι αλλαγές που μπορούμε να κάνουμε στο περιβάλλον έχουν σχέση με εξωτερικούς παράγοντες που μπορεί να προσθέτουν άγχος στον αθλητή ή να του προκαλούν αβεβαιότητα.
Ο προπονητής μπορεί να σκεφτεί ποια πράγματα στο περιβάλλον των αθλητών μπορεί να προκαλέσουν αβεβαιότητα και να προσπαθήσει να βρει τρόπους για να τα ελέγξει.
Μερικά πράγματα που μπορούν να δημιουργήσουν αβεβαιότητα και αφορούν στο περιβάλλον είναι για παράδειγμα τα εξής:
ü  Ανησυχία του αθλητή μήπως τραυματιστεί λόγω κακών συνθηκών προπόνησης, επιθετικής συμπεριφοράς των συναθλητών ή των αντιπάλων, κακής ποιότητας εξοπλισμού
ü  Η συμπεριφορά του προπονητή είναι ασαφής – άλλα λέει τη μία μέρα και άλλα την άλλη - ή κακή, με αρνητικά σχόλια και εκνευρισμό
ü  Ο αθλητής δεν γνωρίζει με σαφήνεια την στρατηγική που πρέπει να ακολουθήσει σε έναν συγκεκριμένο αγώνα
ü  Οι γονείς ή άλλα σημαντικά πρόσωπα από το περιβάλλον του αθλητή του δημιουργούν περισσότερο άγχος με τη στάση τους
Αυτά τα σημεία είναι απλώς ενδεικτικά και χρειάζεται να σκεφτεί κάθε προπονητής τι άλλο είναι αυτό που μπορεί να δημιουργήσει αβεβαιότητα στους δικούς του αθλητές.
Σωματικές τεχνικές ελέγχου του στρες
Οι σωματικές τεχνικές για τον έλεγχο του στρες έχουν στόχο τη μείωση των σωματικών συμπτωμάτων του στρες και την ρύθμιση της ψυχικής ενέργειας.
Υπάρχουν πολλές σωματικές τεχνικές για τον έλεγχο του στρες που μπορεί να είναι απλές όπως το μασάζ ή το χλιαρό μπάνιο μέχρι πιο πολύπλοκες όπως η νοερή απεικόνιση, η προοδευτική μυϊκή χαλάρωση, η yoga και ο διαλογισμός. Πολλές φορές οι αθλητές έχουν ανακαλύψει δικούς τους τρόπους για να χαλαρώνουν και είναι καλό ο προπονητής να τους ενθαρρύνει να τους χρησιμοποιούν τακτικά.
Χαλάρωση μέσω νοερής απεικόνισης
Προετοιμασία για τη Χαλάρωση μέσω Νοερής απεικόνισης
ü  Επιλέγουμε ένα ήσυχο μέρος
ü  Φροντίζουμε ώστε όταν θα διδάσκουμε αρχικά την τεχνική, οι αθλητές να μην βρίσκονται σε μεγάλη διέγερση και ένταση
ü  Προσπαθούμε να δημιουργήσουμε θετική στάση στους αθλητές σχετικά με την αξία της τεχνικής. Φυσικά, θα πρέπει πρώτα να έχουμε πεισθεί εμείς οι ίδιοι για την αξία της. Εάν εμείς δεν την πιστεύουμε, δεν θα καταφέρουμε να τη μεταδώσουμε στους αθλητές. Χρειάζεται να ξέρουν ότι δεν είναι μία μαγική μέθοδος που έχει άμεσα θαυματουργά αποτελέσματα. Θα πρέπει να την εξασκούν συστηματικά ώστε να δουν βελτίωση
ü  Του ζητάμε να πάρουν μια άνετη στάση, ας πούμε να ξαπλώσουν ανάσκελα με τα χέρια και τα πόδια ανοιχτά στο πλάι.
Αφού προετοιμαστούν, τους ζητούμε να σκεφτούν ένα μέρος όπου συνήθως νιώθουν άνετα και αισθάνονται ασφαλείς και χαλαροί. Τους ενθαρρύνουμε να εισπνέουν και να εκπνέουν βαθιά. Τώρα, τους ζητούμε να φανταστούν ότι βρίσκονται σ’ αυτό το μέρος. Τους ζητούμε να φανταστούν τον εαυτό τους να είναι σ’ αυτό το μέρος και να το αισθανθούν με όλες τους τις αισθήσεις. Μπορεί να ακούνε τους ήχους αυτού του μέρους, να μυρίζουν τις μυρωδιές ή να αισθανθούν ότι αγγίζουν κάποιο σημείο, πχ, την άμμο, τα δέντρα, τις πέτρες κλπ.
Όσο καλύτερα φανταστούν τον εαυτό τους σ’ αυτό το μέρος, τόσο καλύτερα θα είναι τα αποτελέσματα. Με την τακτική εξάσκηση, θα μπορούν σε λίγο καιρό να μπαίνουν πολύ πιο γρήγορα στη φάση χαλάρωσης.
Απλή χαλάρωση
Αρχικά, δίνουμε οδηγίες στους αθλητές να χαλαρώσουν μεγάλες μυϊκές ομάδες τονίζοντάς τους να αναπνέουν αργά και ήρεμα και να δουν την ένταση να φεύγει από το σώμα τους. Μπορούμε επίσης να μαγνητοφωνήσουμε τις οδηγίες ώστε να μπορούν να εξασκούν την απλή χαλάρωση μόνοι τους. Με τη συστηματική εξάσκηση, θα μπορούν να χαλαρώνουν συνολικά σε λιγότερο χρόνο.
Προοδευτική μυϊκή χαλάρωση
Η προοδευτική μυϊκή χαλάρωση είναι πιο σύνθετη και γι’ αυτό πιο χρονοβόρα. Βασίζεται στην αρχή της νευρομυϊκής χαλάρωσης. Επινοήθηκε από τον αμερικανό ψυχίατρο Jacobson, ο οποίος πίστευε ότι «για να ελέγξεις την ένταση  πρέπει να τη γνωρίσεις, να τη νιώσεις». Γνωρίζουμε ότι υπάρχει άμεση σχέση μεταξύ του μυϊκού συστήματος και των συναισθηματικών καταστάσεων. Πολλοί επισημαίνουν πως «αν ελέγξεις το μυϊκό σου σύστημα και μειώσεις την ένταση, μπορείς να πετύχεις τον έλεγχο των συναισθημάτων σου». Ο αθλητής μαθαίνει να συσπά και στη συνέχεια να χαλαρώνει 16 διαφορετικές ομάδες μυών. Με την εξάσκηση μαθαίνει να συνδυάζει τους μυς σε ομάδες, πρώτα σε επτά ομάδες, έπειτα σε τέσσερις και έπειτα όλο το σώμα ταυτόχρονα. Ο στόχος είναι να καταφέρει ο αθλητής να χαλαρώνει σε λίγα δευτερόλεπτα. Με εξάσκηση 3-4 φορές την εβδομάδα χρειάζεται 4-6 εβδομάδες για να επιτευχθεί σωστά.
Αυτογενής εξάσκηση ή αυτογενής μέθοδος χαλάρωσης
Η αυτογενής μέθοδος χαλάρωσης επινοήθηκε από τον Schultz στις αρχές του 20ου αιώνα. Η μέθοδος βασίζεται στο γεγονός ότι υπάρχει πολύ στενή σχέση μεταξύ ψυχικών και σωματικών καταστάσεων. Σκοπός της μεθόδου είναι να χαλαρώσει κανείς με τη βοήθεια της αυτοσυγκέντρωσης. Η αυτογενής εξάσκηση αναπτύσσει επίσης τον αυτοέλεγχο του ατόμου. Με την αυτογενή εξάσκηση μπορεί κάποιος να επηρεάσει μια σειρά λειτουργιών όπως τον καρδιακό παλμό, το ρυθμό και το βάθος της αναπνοής, τη ροή του αίματος στα αιμοφόρα αγγεία, την ένταση των μυών κλπ.
Βασίζεται σε δύο βασικές αρχές:
1.   Η σκέψη επιδρά στο σώμα, οπότε μπορούμε με τη δύναμη της σκέψης να επιτύχουμε σωματικές μεταβολές.
2.   Εάν επιτύχουμε να χαλαρώσουμε ένα μέλος του σώματος, μπορούμε να γενικεύσουμε τη χαλάρωση σε όλο το σώμα.
Η εκμάθηση της τεχνικής γίνεται σε πολλές φάσεις, κατά τις οποίες το άτομο μαθαίνει να ηρεμεί, να συγκεντρώνεται και να αισθάνεται διάφορες σωματικές καταστάσεις όπως:
v  Το βάρος του σώματος
v  Τη θερμότητα
v  Τη λειτουργία της καρδιάς
v  Την αναπνοή
v  Τη ζέστη στην κοιλιά
v  Τη δροσιά στο μέτωπο
Η αυτογενής χαλάρωση χρησιμοποιείται κάθε φορά που ο αθλητής θέλει να κρατήσει την ένταση σε κανονικά επίπεδα, ώστε να μην σπαταλήσει ενέργεια. Ένας δεύτερος στόχος είναι η ανάπτυξη της αυτοπεποίθησης, του αυτοελέγχου, της αυτοσυγκέντρωσης και της αυτοπειθαρχίας.
Συστηματική αποεαυαισθητοποίηση
Η συστηματική αποευαισθητοποίηση είναι μία τεχνική της συμπεριφοριστικής προσέγγισης που χρησιμοποιείται στη θεραπεία της φοβίας. Στόχος της είναι να κάνει σταδιακά τον ασθενή λιγότερο ευαίσθητο στο φοβικό ερέθισμα.
Στον αθλητισμό, χρησιμοποιείται για να βοηθήσει τον αθλητή να γίνει λιγότερο ευαίσθητος στις αγχωτικές καταστάσεις. Η τεχνική λειτουργεί ως εξής: Κατ’ αρχήν, αναλύουμε τα προβλήματα που παρουσιάζονται σε έναν αθλητή κατά τη διάρκεια του αγώνα, διερευνούμε αυτά που του προκαλούν άγχος. Στη συνέχεια, ταξινομούμε τις καταστάσεις από την λιγότερο προς την περισσότερο αγχωτική σε μία κλίμακα από το 1-10. Ξεκινάμε να δουλεύουμε με το λιγότερο στρεσογόνο ερέθισμα και προχωράμε προς το περισσότερο στρεσογόνο. Αυτό που θέλουμε να κάνουμε είναι να συνδέσουμε το στρεσογόνο ερέθισμα με ένα συναίσθημα χαλάρωσης και ασφάλειας. Έτσι, καθοδηγούμε τον αθλητή να φανταστεί το στρεσογόνο ερέθισμα όσο πιο έντονα και ζωηρά μπορεί για 1 λεπτό περίπου. Στη συνέχεια, τον καθοδηγούμε να χαλαρώσει για 1 λεπτό. Επαναλαμβάνουμε αρκετές φορές μέχρις ότου να μπορεί να φανταστεί την κατάσταση χωρίς να αισθάνεται στρες. Όταν φτάσει σε αυτό το σημείο, προχωρούμε στο επόμενο ερέθισμα.
Μπορούμε να εφαρμόσουμε την τεχνική σε δύο φάσεις. Στην πρώτη φάση, ο αθλητής φαντάζεται το στρεσογόνο ερέθισμα και στη συνέχεια παρεμβάλλεται η χαλάρωση με τους τρόπους που προαναφέρθηκαν ή με την προβολή χαλαρωτικών εικόνων. Στη δεύτερη φάση, ο αθλητής έρχεται σε πραγματική επαφή με το στρεσογόνο ερέθισμα.  
Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι και σ’ αυτή την τεχνική χρειάζεται χρόνος ώστε να δούμε αποτελέσματα.
Γνωστικές τεχνικές ελέγχου του στρες
Ξέρουμε ότι ο τρόπος που σκεφτόμαστε, που ερμηνεύουμε την πραγματικότητα γύρω μας, αυτά που πιστεύουμε επηρεάζουν σημαντικά τα συναισθήματα και τη συμπεριφορά μας. Πολύ συχνά, ο τρόπος που σκεφτόμαστε  εκφράζεται στο διάλογο που κάνουμε με τον εαυτό μας. Ένας αρνητικός «αυτοδιάλογος» μπορεί να μας προκαλέσει στρες ή να μας εμποδίζει να ξεπεράσουμε το στρες. Εάν ένας αθλητής κάνει αρνητικές σκέψεις για τον εαυτό του, για την ικανότητά του, για την έκβαση του αγώνα, τότε μπαίνει στον αγώνα αποδυναμωμένος. Οι αρνητικές σκέψεις απορροφούν μεγάλο μέρος της ενέργειας και της προσοχής του. Ένας τρόπος λοιπόν για τον έλεγχο του στρες, είναι ο έλεγχος και η αλλαγή των αρνητικών σκέψεων.
Αναγνωρίζοντας τις αρνητικές σκέψεις
Εάν δεν μπορούμε να αναγνωρίσουμε κάτι, συναίσθημα ή σκέψη, δεν μπορούμε να το αλλάξουμε. Επομένως, ο αθλητής θα πρέπει κατ’ αρχήν να είναι σε θέση να αναγνωρίζει τις αρνητικές σκέψεις του. Πολύ συχνά, δεν καταλαβαίνουμε ποιες αρνητικές σκέψεις κάνουμε, γιατί οι σκέψεις λειτουργούν σε αυτοματοποιημένα σχήματα. Μπορεί να νιώθουμε άγχος ή δυσάρεστα συναισθήματα, αλλά δεν συνειδητοποιούμε τις σκέψεις που «κρύβονται» κάτω από αυτά τα συναισθήματα και τα πυροδοτούν.
Σε κάποιους ανθρώπους είναι πιο εύκολο να αναγνωρίσουν τις σκέψεις τους και σε κάποιους άλλους είναι αρκετά δύσκολο. Όμως αυτό είναι κάτι που μαθαίνεται. Ένας τρόπος που χρησιμοποιείται γι’ αυτό το σκοπό είναι η καταγραφή αυτών των σκέψεων σε ένα ημερολόγιο με την εξής μορφή:

Κατάσταση – περιστατικό
Αυτόματη σκέψη
Συναίσθημα
Αδυναμία εκτέλεσης μίας άσκησης
Είμαι άχρηστος
Θλίψη, απογοήτευση

Με αυτό τον τρόπο, ο αθλητής θα αρχίσει σιγά-σιγά να εξοικειώνεται  και κατανοεί τον τρόπο με τον οποίο οι σκέψεις του επηρεάζουν τα συναισθήματα και τη συμπεριφορά του και τελικά την απόδοσή του.
Πώς αλλάζουμε τις αρνητικές σκέψεις;
Ορθολογιστική σκέψη (Σωκρατικός έλεγχος)
Η ορθολογιστική σκέψη συνίσταται στην προσπάθεια να αναγνωρίσει το άτομο ότι οι σκέψεις του μπορεί να μην αναπαριστούν την πραγματικότητα. Ουσιαστικά, πρόκειται για μία μέθοδο αμφισβήτησης των σκέψεων.
Μερικές ερωτήσεις που μπορούμε να κάνουμε ώστε να κινητοποιήσουμε τον αθλητή να αποδυναμώσει αυτές τις σκέψεις είναι οι εξής:
ü  Πώς είσαι τόσο σίγουρος ότι είναι έτσι τα πράγματα;
ü  Τι σε κάνει να το πιστεύεις αυτό;
ü  Υπάρχει κάποιος άλλος τρόπος να το ερμηνεύσεις αυτό;
ü  Κι αν είναι έτσι όπως το σκέφτεσαι, τι σημαίνει αυτό για σένα;
Για να είναι επιτυχημένη η αμφισβήτηση καλό είναι τα αντεπιχειρήματα:
v  Να τα βρίσκει το ίδιο το άτομο
v  Να είναι όσο γίνεται περισσότερα
v  Να είναι απλά και κατανοητά
v  Να εκφράζονται με θετικό τρόπο
v  Να είναι αληθινά
v  Να είναι όσο γίνεται αντίθετα με την αρνητική πεποίθηση
Επειδή η αλλαγή των πεποιθήσεων δεν είναι μια εύκολη διαδικασία, ίσως χρειαστούν πολλές συζητήσεις και αντιπαραθέσεις με τους αθλητές ώστε να πεισθούν.
Σταμάτημα της σκέψης
Ένας άλλος τρόπος για την αντιμετώπιση των αρνητικών σκέψεων είναι το σταμάτημά τους. Το σταμάτημα της σκέψης είναι αυτό που ακούγεται: όταν καταλάβουμε ότι έχουμε αρνητικές σκέψεις, τότε στέλνουμε ένα σήμα στον εαυτό μας για να σταματήσει. Διακόπτουμε τη ροή των αρνητικών σκέψεων και τις αντικαθιστούμε με θετικές. Αυτό, ενώ ακούγεται απλό, δεν είναι τόσο εύκολο στην εφαρμογή του. Οι αρνητικές σκέψεις έχουν την τάση να μας κατακλύζουν και να μην μπορούμε να τις σταματήσουμε.
Κατ’ αρχήν, θα πρέπει να πεισθεί ο αθλητής ότι αυτές οι αρνητικές σκέψεις, μέσω του άγχους που πυροδοτούν, παρεμποδίζουν την απόδοσή του.
Ένας τρόπος που φαίνεται να βοηθά είναι εάν ο αθλητής βρει ένα σύμβολο που θα μπορεί να χρησιμοποιεί για το σταμάτημα της σκέψης. Μπορεί να είναι μια λέξη που θα λέει στον εαυτό του ή μία κίνηση που θα κάνει ή μια εικόνα που θα φαντάζεται. Αφού σταματήσει τις σκέψεις, μπορεί να τις αντικαταστήσει με άλλες θετικές.

Συνοψίζοντας, ένας προπονητής που θέλει να εφαρμόσει τις τεχνικές διαχείρισης στρες και να τις διδάξει στους αθλητές του, θα πρέπει να λάβει υπόψη του τα εξής:
·         Όλες οι δεξιότητες χρειάζονται εξάσκηση και χρόνο ώστε να αποδώσουν και οι φυσικές και οι ψυχολογικές. Δεν υπάρχει «μαγικός τρόπος» απόκτησης μιας δεξιότητας
·         Κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός, κάθε αθλητής είναι διαφορετικός και μερικές φορές οι τεχνικές χρειάζεται να τροποποιηθούν ώστε να συναντήσουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τις διαφορετικές ανάγκες
·         Πριν αποφασίσει ένας προπονητής να διδάξει αυτές τις τεχνικές, καλό θα ήταν να είναι σίγουρος ότι τις γνωρίζει καλά και να τις έχει χρησιμοποιήσει προηγουμένως στον εαυτό του
·         Για να διδάξει μία τεχνική και να τύχει θετικής αποδοχής από τον αθλητή, θα πρέπει ο προπονητής να πιστεύει στη χρησιμότητα και την αποτελεσματικότητά της
·         Η εξάσκηση των τεχνικών της νοερής εξάσκησης, και του σωματικού ελέγχου του στρες βοηθούν επίσης σημαντικά στην ενίσχυση της προσοχής και στην αυτοσυγκέντρωση. Για την ακρίβεια, όλες οι τεχνικές αλληλοσυσχετίζονται και η βελτίωση της μιας βοηθά στην ανάπτυξη της άλλης. 
Σχέση διέγερσης – άγχους – απόδοσης
Θα μπορούσαμε να ορίσουμε την διέγερση ως «μια φυσιολογική και ψυχολογική ενεργοποίηση του οργανισμού, η οποία ποικίλλει από το βαθύ ύπνο έως την έντονη υπερδιέγερση» (Could και Krane, 1992). Η διέγερση αφορά την ένταση της συμπεριφοράς. Η διέγερση διευκολύνει τη μεταβίβαση των ερεθισμάτων μέσα στον εγκέφαλο και ενεργοποιεί διάφορους μηχανισμούς του σώματος, προετοιμάζοντάς το για δράση.
Στον αθλητισμό, ένα επίπεδο διέγερσης είναι απαραίτητο, τόσο για την εκμάθηση των ασκήσεων, όσο και για τους αγώνες. Το επίπεδο αυτό δεν πρέπει να είναι ούτε πολύ υψηλό ούτε πολύ χαμηλό ώστε να υπάρχει η μέγιστη απόδοση. Σχετικά με το επίπεδο διέγερσης που χρειάζεται να επιτύχει ένας αθλητής για να έχει την καλύτερη απόδοση, υπάρχουν πολλές απόψεις.
Ο Oxendine (1970), για παράδειγμα, υποστηρίζει τα εξής:
1.   Ένα υψηλό επίπεδο διέγερσης είναι σημαντικό για την εκτέλεση δραστηριοτήτων δύναμης, αντοχής και ταχύτητας πχ. άρση βαρών
2.   Ένα υψηλό επίπεδο διέγερσης βλάπτει τις ασκήσεις που χρειάζονται πιο λεπτούς και πολύπλοκους χειρισμούς, ισορροπία και γενική συγκέντρωση
3.   Γενικά, είναι προτιμότερο ένα επίπεδο διέγερσης ελαφρώς πάνω από το κανονικό για όλες τις δραστηριότητες παρά ένα φυσιολογικό ή υποτονικό επίπεδο.    
Η θεωρία του αντεστραμμένου U υποστηρίζει ότι με πολύ χαμηλό ή με  πολύ υψηλό επίπεδο διέγερσης, η επίδοση είναι χαμηλή και ότι με μέτρια επίπεδα διέγερσης, επιτυγχάνονται υψηλές επιδόσεις.
Η ζώνη της ιδανικής ενέργειας
Για να έχει ένας αθλητής τη μέγιστη απόδοση πρέπει να βρει το δικό του επίπεδο ιδανικής ενέργειας. Φαίνεται ότι αυτό το επίπεδο ιδανικής ενέργειας τοποθετείται κάπου ανάμεσα στο άγχος και την πλήξη. Οι αθλητές βρίσκονται σ’ αυτή τη ζώνη, όταν  βρίσκονται, σύμφωνα με τον Mihaly Csikszentmihalyi, σε κατάσταση «ροής». Η ροή είναι ένα συναρπαστικό, σχεδόν εκστατικό συναίσθημα που περιγράφουν άνθρωποι, όταν αναφέρονται σε στιγμές που ξεπέρασαν τον εαυτό τους σε κάποια αγαπημένη τους δραστηριότητα. Ό,τι κι αν κάνει κάποιος, τον απορροφά τόσο πολύ, ώστε οι ενέργειες ρέουν σχεδόν χωρίς προσπάθεια παρ’ όλο που το έργο μπορεί να είναι κοπιαστικό.  
Από έρευνες που έκανε ο Csikszentmihalyi σε ορειβάτες, χειρουργούς, καλλιτέχνες και αθλητές, τα κοινά χαρακτηριστικά της κατάστασης της ροής είναι:
o   Τα άτομα έχουν συνείδηση των ενεργειών τους, αλλά δεν έχουν συναίσθηση ότι τις γνωρίζουν, δεν σκέφτονται τις ενέργειές τους, απλά τις εκτελούν.
o   Η προσοχή τους επικεντρώνεται αποκλειστικά στη δραστηριότητα και η αυτοσυγκέντρωση αυξάνεται πάρα πολύ.
o   Τα άτομα χάνουν το αυτοσυναίσθημα ή το εγώ τους. Η δραστηριότητα τους απορροφά τόσο πολύ, ώστε δεν υπάρχει χρόνος για να σκεφτούν εάν έχουν καλή απόδοση. Δεν ασχολούνται με το αποτέλεσμα της δραστηριότητας, βρίσκονται αποκλειστικά στο παρόν.
o   Τα άτομα νιώθουν να έχουν τον έλεγχο των ενεργειών τους.
o   Η δραστηριότητα δίνει ξεκάθαρη και χωρίς αμφιβολίες ανατροφοδότηση
Για να μπει ένα αθλητής σε κατάσταση ροής, θα πρέπει να είναι απαλλαγμένος από άγχος και ανησυχία για το αποτέλεσμα ή για την απόδοσή του. Η ροή δεν επιτυγχάνεται με το νου. Δεν μπορείς να εκβιάσεις τη ροή με οποιοδήποτε τρόπο. Άλλωστε, η ροή προϋποθέτει την απουσία σκέψης. Εάν κάποιος που βρίσκεται σε κατάσταση ροής, σταματήσει για μια στιγμή και σκεφτεί «α, τι ωραία που νιώθω» «πόσο καλά την κάνω αυτή την κίνηση» τότε αυτόματα βγαίνει από τη ροή. Η ροή απλώς συμβαίνει όταν μπορέσει ο αθλητής να απορροφηθεί τελείως από τη δραστηριότητα.

Ερωτήσεις
1.Η νοερή εξάσκηση χρησιμοποιείται αποκλειστικά για την εκμάθηση κινητικών δεξιοτήτων. Σωστό ή λάθος;
2. Ποια είναι η μέθοδος όπου βοηθά τον αθλητή να γίνει σταδιακά λιγότερο ευαίσθητος στις αγχωτικές καταστάσεις;
Α. Απλή χαλάρωση
Β. Συστηματική αποευαισθητοποίηση
Γ. Νοερή εξάσκηση
Δ. Σταμάτημα της σκέψης
Ε. Αυτογενής εξάσκηση
3.Εάν θέλουμε να αλλάξουμε τις αρνητικές σκέψεις, ποιες μεθόδους μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε:
A. Νοερή απεικόνιση;
Β. Σταμάτημα της σκέψης;
Γ. Ορθολογιστική σκέψη
Δ. Απλή χαλάρωση;

4.Σύμφωνα με τη θεωρία του αντεστραμμένου U, με υψηλά επίπεδα διέγερσης επιτυγχάνονται οι υψηλότερες επιδόσεις. Σωστό ή λάθος;


Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΠΟΝΗΤΗ
Ο προπονητής ως παιδαγωγός και ως ηγέτης
Ο ρόλος του προπονητή είναι πολυδιάστατος και η άσκησή του απαιτεί πολλές και διαφορετικές δεξιότητες. Ένας προπονητής είναι δάσκαλος, αφού διδάσκει ένα συγκεκριμένο αντικείμενο-άθλημα, παιδαγωγός, επειδή φροντίζει επίσης την καλλιέργεια και αγωγή των μαθητών του και φυσικά, ηγέτης, αφού ηγείται μιας προσπάθειας και καθοδηγεί προς ένα στόχο.
Η καλή γνώση του αθλήματος είναι απαραίτητη, προκειμένου να γίνει κάποιος προπονητής, αλλά δεν αρκεί. Εκτός από την καλή γνώση του αντικειμένου, χρειάζονται και συγκεκριμένες ψυχολογικές δεξιότητες.
Η διδασκαλία ως σχέση
Η διδασκαλία, η μάθηση πραγματοποιείται στο πλαίσιο μιας σχέσης. Προκειμένου ένας προπονητής να διδάξει με επιτυχία το άθλημα, χρειάζεται να δημιουργήσει σχέση με τους αθλητές του και να την καλλιεργεί διαρκώς. Εάν δεν επενδύσει στη σχέση, η μάθηση θα προχωρά με εμπόδια και δυσκολίες.
Η σχέση για να αναπτυχθεί χρειάζεται κατ’ αρχήν εμπιστοσύνη. Η εμπιστοσύνη χτίζεται αργά και μερικοί παράγοντες που την ενισχύουν είναι οι εξής:
ü  γνώση του αθλήματος
ü  συνέπεια στη συμπεριφορά
ü  ικανότητα κατανόησης του αθλητή και των αναγκών του
ü  ικανότητα υποστήριξής του όταν το χρειάζεται
ü  φροντίδα για τη σωματική και συναισθηματική του ασφάλεια
ü  συνέπεια σε συγκεκριμένες αρχές και αξίες
ü  σεβασμός στον αθλητή

Διαμόρφωση φιλοσοφίας του προπονητή
Αυτό που φαίνεται να είναι απαραίτητο κατ’ αρχήν να αναπτύξει ένας προπονητής, όπως κι ένας δάσκαλος ή ένας ηγέτης, είναι μια προσωπική φιλοσοφία, ένα σύνολο δηλ. από πεποιθήσεις, απόψεις, αξίες που θα αφορούν από τη μία πλευρά το ίδιο το άθλημα και από την άλλη πλευρά τον ρόλο του ως προπονητή. Εάν δεν έχει μία προσωπική φιλοσοφία για το άθλημα και τον ρόλο του, θα βρεθεί πολύ συχνά να παραπαίει ανάμεσα σε διαφορετικές επιλογές, σε διαφορετικές θεωρίες, σε διαφορετικές απόψεις χωρίς να μπορεί να λάβει συγκεκριμένες αποφάσεις όταν αυτό απαιτείται.
Μερικά ενδεικτικά παραδείγματα όπου μπορεί ένα προπονητής να βρεθεί σε δίλημμα είναι τα εξής:
ü  Ένας αθλητής, μετά από κάποιον τραυματισμό μπορεί να αποδώσει στο 80% της ικανότητάς του, αλλά ο γιατρός συστήνει να μην αγωνισθεί ακόμα. Ο αθλητής θέλει να αγωνισθεί και πιστεύει ότι μπορεί να αγωνισθεί. Εσείς τι κάνετε; Τον αφήνετε να αγωνισθεί;
ü  Ένας αθλητής έχει άδεια από το γιατρό να αγωνισθεί αλλά η συμπεριφορά του είναι ακατάλληλη (πχ. δεν σέβεται τους κανόνες του αθλήματος).  Τι κάνετε; 
ü  Ένας αθλητής έχει πολλές δυνατότητες, είναι ταλέντο, αλλά βλέπετε ότι δεν επιθυμεί ιδιαίτερα να δουλέψει ώστε να αξιοποιήσει το ταλέντο του. Τι κάνετε; Πώς το χειρίζεσθε;
ü  Ένας αθλητής έχει πολύ μεγάλη διάθεση και ισχυρό κίνητρο να προχωρήσει στο άθλημα αλλά εσείς πιστεύετε ότι δεν κάνει για το συγκεκριμένο άθλημα. Του το λέτε;
ü  Ένας γονιός επιμένει να βάλετε το παιδί του να αγωνισθεί, ενώ εσείς δεν θεωρείτε ότι είναι έτοιμο ακόμα. Πώς το χειρίζεσθε;
ü  Ένας γονιός σας δηλώνει καθαρά ότι θέλει να μάθετε το παιδί του να δέρνει και να γίνει δυνατό ώστε να τα βάζει με τους νταήδες. Τι κάνετε;
Για το ρόλο του προπονητή, αλλά και γενικότερα για το ρόλο του δασκάλου η βασική απόφαση που χρειάζεται να ληφθεί είναι αν είναι εστιασμένος κυρίως στο αντικείμενο ή κυρίως στον άνθρωπο. Ιδανικά, δεν θα χρειαζόταν να επιλέξει κάποιος, θα έπρεπε να μπορεί να ασχοληθεί και με τα δύο γιατί και τα δύο είναι σημαντικά. Στην πράξη όμως φαίνεται ότι κάποιες φορές καλείται να επιλέξει. Όπως ένας δάσκαλος σε ένα σχολείο, πρέπει να αποφασίσει εάν θεωρεί πιο σημαντική την ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη, ωρίμανση και καλλιέργεια των παιδιών έναντι της συσσώρευσης γνώσεων, έτσι και ο προπονητής χρειάζεται να αποφασίσει εάν γι’ αυτόν είναι πιο σημαντική η καλλιέργεια της προσωπικότητας των αθλητών ή η πορεία τους προς τη νίκη. Φυσικά, δουλεύει και για τα δύο, όταν όμως χρειαστεί να πάρει μια απόφαση που αποκλείει το ένα έναντι του άλλου, τι θα αποφασίσει;
Με διαφορετικό τρόπο θα πράξει σε συγκεκριμένες περιπτώσεις εάν πιστεύει το ένα ή το άλλο.
Αυτογνωσία
Γιατί χρειάζεται ένας προπονητής να γνωρίζει τον εαυτό του; Κατ’ αρχήν, γιατί αυτό θα τον βοηθήσει να έχει πιο αρμονικές σχέσεις με τους γύρω του και με τον ίδιο τον εαυτό του, μεγαλύτερη ικανοποίηση στη ζωή και στη δουλειά του και μεγαλύτερη προστασία από το «κάψιμο»(burn out, σύνδρομο επαγγελματικής εξουθένωσης), κατάσταση που συναντάται συχνά στο επάγγελμα του προπονητή. Επίσης, γιατί γνωρίζουμε ότι τα παιδιά, οι μαθητές, οι άνθρωποι τους οποίους διδάσκουμε είναι πιο πιθανό να γίνουν αυτό που είμαστε εμείς παρά αυτό που θα θέλαμε εμείς να γίνουν. Αυτό είναι πολύ πιο καθαρό στη σχέση του γονιού με το παιδί. Το παράδειγμα είναι πολύ πιο ισχυρό από τα λόγια, τις συμβουλές και τις διδαχές. Η επιστημονική εξήγηση δίνεται με τους μηχανισμούς της ταύτισης και την εσωτερίκευσης. Ταυτιζόμαστε δηλ. ασυνείδητα με σημαντικούς ανθρώπους στη ζωή μας και εσωτερικεύουμε πρότυπα συμπεριφοράς και συναισθήματά τους.
Μερικές ερωτήσεις που μπορεί να κάνει ένας προπονητής στον εαυτό του σχετικά με τον ρόλο του είναι οι εξής:
§  Γιατί κάνω αυτή τη δουλειά;
§  Για ποιους λόγους προπονώ; Είναι οι σωστοί λόγοι;
§  Αυτά που διδάσκω στους αθλητές μου συμφωνούν μ’ αυτά πράττω στη ζωή μου;
§  Ποιοι είναι οι στόχοι μου ως προπονητής;
§  Είμαι καλός προπονητής;
§  Τι νομίζω ότι θα χρειαζόμουν ακόμα ώστε να γίνω καλύτερος προπονητής;
Ο προπονητής ως ηγέτης (μοντέλα ηγεσίας)
Ο ηγέτης είναι αυτός που καθοδηγεί, ηγείται μιας προσπάθειας, καθοδηγεί προς ένα στόχο. Είναι αυτός που συνήθως έχει περπατήσει προηγουμένως στο δρόμο που προτείνει στα άτομα και γνωρίζει τρόπους ώστε να προχωρήσουν κι αυτά με μία σχετική ασφάλεια. Ηγέτης μπορεί να είναι ένας προπονητής, ένα στέλεχος επιχείρησης, ένας δάσκαλος, ένας πολιτικός, ένας πνευματικός άνθρωπος που διαμορφώνει στάσεις και ρεύματα σκέψης, αλλά και ένας γονιός. 
Έχουν μελετηθεί τα χαρακτηριστικά των ηγετών και τα μοντέλα ηγεσίας που εφαρμόζονται πιο συχνά. Τα μοντέλα ηγεσίας έχουν ομαδοποιηθεί σε τρεις μεγάλες κατηγορίες:
Το αυταρχικό στυλ ηγεσίας
Ο αυταρχικός ηγέτης:
·         παίρνει όλες τις αποφάσεις
·         δεν δίνει εξηγήσεις σε κανέναν
·         καθορίζει τις δραστηριότητες
·         διαλέγει τα άτομα
·         είναι επικεντρωμένος στο έργο  
·         κατευθύνει την ομάδα
·         σκοπός του είναι να  κερδίσει, να επιτύχει, να νικήσει
Το δημοκρατικό στυλ ηγεσίας
Ο δημοκρατικός ηγέτης:
·         δίνει μεγάλη σημασία στα άτομα και στην ομάδα
·         τον ενδιαφέρει η νίκη και το αποτέλεσμα αλλά δίνει μεγάλη σημασία στον τρόπο που θα ακολουθήσει για να φτάσει στην επιτυχία
·         δεν είναι της λογικής «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα»
·         πολλές φορές δίνει πιο γενικές οδηγίες και αφήνει τα άτομα να εργαστούν μόνα τους ή σε συνεργασία με την ομάδα
·         ενισχύει την υπευθυνότητα, την ανάληψη πρωτοβουλιών και την αυτονομία των ατόμων
·         Είναι εκεί, όταν τα άτομα τον χρειάζονται
Το στυλ της απόλυτης ελευθερίας
Ο ηγέτης που αφήνει απόλυτη ελευθερία: 
·         δεν δίνει οδηγίες και δεν κατευθύνει παρά μόνο όταν ερωτηθεί
·         αφήνει τα άτομα να αποφασίσουν μόνα τους για τις δραστηριότητες
·         δεν συμμετέχει ο ίδιος στις δραστηριότητες.
Τα κύρια συμπεράσματα, από έρευνες που έγιναν πάνω στα τρία μοντέλα ηγεσίας, είναι τα εξής:
Με την αυταρχική συμπεριφορά:
·         όταν ήταν παρών ο ηγέτης υπήρχε μεγαλύτερη παραγωγή έργου
·         όταν έλειπε, η δραστηριότητα παρουσίαζε κάμψη
·         παρατηρούνταν έχθρες και επιθετικότητα μεταξύ των μελών της ομάδας
·         εξάρτηση από τον ηγέτη
·         τα άτομα δούλευαν για να αποφύγουν την τιμωρία και όχι για το καλό της ομάδας, το δικό τους ή το έργο.
Με τη δημοκρατική συμπεριφορά:
·         τα άτομα είχαν καλή απόδοση
·         η ψυχική διάθεση για εργασία ήταν πολύ μεγάλη
·         αναπτύχθηκαν φιλικές σχέσεις μεταξύ των μελών της ομάδας.
·         υπήρχε σύμπνοια και δημιουργικότητα
·         το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο είτε ο ηγέτης ήταν παρών είτε απουσίαζε
Με την απόλυτη ελευθερία:
·         η ποιότητα και η ποσότητα του έργου ήταν χαμηλή
·         τα άτομα κατέληγαν στο παιγνίδι ή στη νωθρότητα.
Στο αθλητισμό, εφαρμόζονται κυρίως οι δύο πρώτοι τύποι ηγεσίας, ο αυταρχικός και ο δημοκρατικός. Οι έρευνες παρ’ όλα αυτά συγκλίνουν στο γεγονός ότι οι περισσότεροι προπονητές είναι κυρίως αυταρχικοί- δογματικοί. Αλλά και η γενική παραδοσιακή αντίληψη για τον επιτυχημένο ηγέτη στον αθλητισμό είναι ότι είναι κυρίαρχος, αυταρχικός και εργάζεται σκληρά. Λαμβάνει υπόψη κυρίως το έργο και όχι τον παράγοντα άνθρωπο. Οι πιο πολλοί προπονητές πιστεύουν στην αυστηρή πειθαρχία, στους άκαμπτους κανόνες και στις ψυχρές προσεγγίσεις προς τους αθλητές. Μάλιστα, ενώ όταν ερωτούνται οι περισσότεροι απαντούν ότι αξιολογούν περισσότερο τον παράγοντα άνθρωπο, στην πράξη έχουν διαφορετική συμπεριφορά. Πολλοί αθλητές δηλώνουν ότι εγκατέλειψαν τον αθλητισμό εξαιτίας της συμπεριφοράς των προπονητών, ενώ το μεγαλύτερο μέρος των εν ενεργεία αθλητών δηλώνουν δυσαρεστημένοι από τους προπονητές τους. Αυτό που κυρίως τους προσάπτουν είναι κακή συμπεριφορά και ελλιπή γνώση της ψυχολογίας.
Χρειάζεται να επισημανθεί ότι, αν και φαίνεται ότι το δημοκρατικό στυλ ηγεσίας είναι το επιθυμητό, κάποιες φορές ο προπονητής χρειάζεται να είναι και αυστηρός αλλά όχι αυταρχικός, όταν η κατάσταση το επιβάλει. Για παράδειγμα, στους αρχάριους αθλητές, χρειάζεται να είναι πιο κατευθυντικός γιατί αυτό δημιουργεί μεγαλύτερη ασφάλεια στα άτομα. Ή ακόμα, όταν προπονεί μία ομάδα, όπου τα περισσότερα άτομα έχουν θέματα πειθαρχίας ή ορίων, χρειάζεται να μπορεί να θέτει και να κρατά πιο αυστηρά όρια.
Υπάρχει επίσης διαφορά στα ομαδικά έναντι των ατομικών αθλημάτων. Φαίνεται ότι στα ομαδικά αθλήματα προτιμάται το πιο αυστηρό, αυταρχικό μοντέλο, ενώ στα ατομικά μπορεί να λειτουργήσει καλύτερα το δημοκρατικό. Επιπλέον, όταν πρέπει να παρθούν γρήγορες αποφάσεις, προφανώς δεν υπάρχει χρόνος για διάλογο και διαπραγμάτευση, οπότε η μονομερής απόφαση είναι η ενδεδειγμένη.
Ο κάθε προπονητής χρειάζεται να αποφασίσει πιο μοντέλο ηγεσίας θα εφαρμόσει. Σ’ αυτό, θα πρέπει να συνυπολογίσει τα άτομα τα οποία προπονεί και τις ανάγκες τους, τις ανάγκες του αθλήματος, τη φιλοσοφία του για τη ζωή και το άθλημα και επίσης τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του. Αν πχ κάποιος προπονητής ξέροντας τον εαυτό του, καταλαβαίνει ότι θέλει να γίνεται πάντα το δικό του, δεν θέλει ιδιαίτερη  επικοινωνία με τους αθλητές, προτιμά τις πιο ψυχρές αποστασιοποιημένες σχέσεις, εκνευρίζεται όταν οι αθλητές λένε τη γνώμη τους ή παίρνουν πρωτοβουλίες, τότε έχει δύο επιλογές. Εάν είναι ικανοποιημένος με τον εαυτό του έτσι όπως είναι, θα ήταν καλύτερο να υιοθετήσει το αυταρχικό μοντέλο. Εάν δεν είναι ικανοποιημένος και θα ήθελε να είναι πιο δημοκρατικός, τότε θα πρέπει να αρχίσει να δουλεύει με τον εαυτό του ώστε να κάνει κάποιες αλλαγές.
Δεξιότητες ενός ηγέτη
Οι δεξιότητες που χρειάζεται να αναπτύξει ένας ηγέτης ώστε να είναι επιτυχημένος στο ρόλο του φαίνεται να είναι οι εξής:
v  αυτοπεποίθηση
v  αυτοεκτίμηση
v  ψυχολογική ασφάλεια
v  συναισθηματική σταθερότητα
v  δεξιότητες στην επικοινωνία
v  κατανόηση των άλλων
v  ικανότητα να θέτει όρια
v  ικανότητα στην επίλυση συγκρούσεων
v  ικανότητα να δημιουργεί σχέσεις
v  ικανότητα να λαμβάνει αποφάσεις
v  υψηλό εσωτερικό κίνητρο
v  ικανότητα να αντιλαμβάνεται τις ανάγκες πολλών διαφορετικών ατόμων
v  ικανότητα να δημιουργεί θετικό κλίμα στην ομάδα 
Όταν μάλιστα ο προπονητής δουλεύει με παιδιά, είναι ακόμα πιο αναγκαίο να αναπτύξει τις συγκεκριμένες δεξιότητες, γιατί, όπως προαναφέρθηκε, τα παιδιά μαθαίνουν κυρίως από αυτό που είμαστε και όχι από αυτό που τους διδάσκουμε.
Αυτοεκτίμηση
Θετική αυτοεκτίμηση σημαίνει ότι με θεωρώ ικανό και άξιο άτομο και νιώθω καλά γι’ αυτό. Σημαίνει επίσης, ότι αγαπώ τον εαυτό μου και τον φροντίζω. Και ακόμα, ότι μου αξίζει να είμαι ευτυχισμένος.
Η αυτοεκτίμηση είναι διαφορετική από την αυτοπεποίθηση. Η αυτοπεποίθηση είναι η πίστη στον εαυτό μου και αφορά συνήθως την πίστη μου ότι θα τα καταφέρω σε συγκεκριμένους τομείς. Είναι πιο στενή η έννοια της αυτοπεποίθησης. Η αυτοεκτίμηση είναι βαθύτερη και πιο πρωταρχική έννοια και αφορά τον τρόπο που εκτιμώ και αξιολογώ τον εαυτό μου συνολικά. Ο Nathaniel Branden, ειδικός της αυτοεκτίμησης λέει χαριτολογώντας ότι «το επίπεδο της αυτοεκτίμησής μας είναι αυτό που έχουμε όταν όλα μας πάνε στραβά»! Πώς αξιολογώ συνολικά τον εαυτό μου όταν χάσω σε έναν αγώνα, όταν δεν μπορώ να καταφέρω μία άσκηση, όταν χάσω τη δουλειά μου, όταν χωρίσω; Η υγιής αυτοεκτίμηση είναι αυτή που μας βοηθά να ξεπεράσουμε τις δυσκολίες και να σηκωθούμε όταν έχουμε πέσει.
Η αυτοεκτίμηση χτίζεται στην πρώιμη παιδική ηλικία, μέσα στη σχέση του παιδιού με τους γονείς ή τα άτομα που το φροντίζουν. Εάν το παιδί αγαπηθεί και εκτιμηθεί γι’ αυτό που είναι, τότε θα αναπτύξει υγιή αυτοεκτίμηση. Η αυτοεκτίμηση δεν έχει σχέση με τα επιτεύγματα, αν και αυτά μπορούν να την ενισχύσουν. Είναι παρ’ όλα αυτά μια δεξιότητα που μπορεί να βελτιωθεί και να καλλιεργηθεί και σε μεγαλύτερες ηλικίες.
Όταν ένας προπονητής δεν έχει θετική αυτοεκτίμηση μπορεί να μην έχει σιγουριά για τις ικανότητές του, για τις γνώσεις του, για τους τρόπους προπόνησης που εφαρμόζει. Αυτό μπορεί να μεταφρασθεί σε αντιφατική συμπεριφορά από την πλευρά του, σε έλλειψη συνέπειας, σε έλλειψη ενεργητικότητας και πολλές φορές, εάν δεν έχει επίγνωση της χαμηλής του αυτοεκτίμησης, σε υπερβολικό αυταρχισμό ή αλαζονεία.
Μπορεί επίσης να θελήσει να ενισχύσει την αυτοεκτίμησή του μέσα από τις νίκες των αθλητών του και αυτό να τον οδηγήσει να πιέσει πολύ τους αθλητές, πολλές φορές εις βάρος της σωματικής ή της ψυχικής τους υγείας. Κάποιες φορές μάλιστα και εις βάρος των αξιών του ή της δεοντολογίας. Η αυτοεκτίμησή μας ενισχύεται όταν ζούμε και εργαζόμαστε σε συμφωνία με τις αρχές και τις αξίες μας και όχι όταν τις παραβιάζουμε.
Δείκτες υψηλής και χαμηλής αυτοεκτίμησης
Υψηλή Αυτοεκτίμηση
Χαμηλή Αυτοεκτίμηση

Νιώθει εσωτερική γαλήνη
Περιμένει αρνητικά αποτελέσματα
Θέτει ρεαλιστικούς στόχους
Προτείνει μη ρεαλιστικούς στόχους
Έχει αρμονικές σχέσεις
Έχει ανταγωνιστικές τάσεις
Αναπτύσσει φιλίες
Τείνει να συγκρίνεται με τους άλλους
Εκφράζεται δημιουργικά
Κατηγορεί τους άλλους
Δέχεται όλα τα συναισθήματα
Δεν εκφράζει αυτό που νιώθει
Γίνεται πιο ανεκτικός και πιο συγκαταβατικός
Κάνει τους γύρω του να νιώθουν ένοχοι
Είναι αισιόδοξος
Είναι απαισιόδοξος

Ιδιαίτερα σημαντική είναι η ενίσχυση της αυτοεκτίμησης στα παιδιά. Όταν ο προπονητής δουλεύει με παιδιά, χρειάζεται να έχει στο νου του διαρκώς ότι η αυτοεκτίμησή τους μπορεί να τραυματισθεί από τη συμπεριφορά του ίδιου ή των άλλων παιδιών.
Η αυτοεκτίμηση ενός παιδιού τραυματίζεται:
o   όταν του μιλούν υποτιμητικά
o   όταν αδιαφορούν γι’ αυτό
o   όταν δεν του αφήνουν χώρο για να εκφρασθεί, να δοκιμάσει, να πειραματισθεί, να αναλάβει πρωτοβουλία
o   όταν το αξιολογούν συνολικά ως προσωπικότητα και όχι την επιμέρους συμπεριφορά
o   όταν του απευθύνουν αρνητικούς χαρακτηρισμούς και του βάζουν «ταμπέλες»
o   όταν δεν του λένε την αλήθεια. Μία συχνή παρανόηση είναι η άποψη ότι για την ενίσχυση της αυτοεκτίμησης στα παιδιά πρέπει να τους λέμε πάντοτε μπράβο. Χρειάζεται φυσικά να ενθαρρύνουμε την προσπάθεια αλλά χρειάζεται επίσης να λέμε την αλήθεια σχετικά με μια επίδοση ή μια απόδοση. Ένα παιδί, όπως κι ένας ενήλικος χρειάζεται την αλήθεια προκειμένου να μάθει να αξιολογεί ρεαλιστικά τον εαυτό του. Αυτό που πρέπει όμως να προσέχουμε όταν λέμε κάτι σε κάποιον και περισσότερο σε ένα παιδί, είναι ο τρόπος. Η αλήθεια δεν έχει στόχο να πλήξει το άτομο, αλλά να του δώσει μια πληροφορία ώστε να εξελιχθεί και να μάθει.
Πώς ενισχύουμε την αυτοεκτίμηση ενός παιδιού και κατ’ επέκταση ενός ατόμου γενικότερα:
o   Ξεχωρίζουμε την συμπεριφορά ή την ικανότητα από την αξία ή τη σημαντικότητα του ατόμου. Όταν δηλ. κάνουμε μια παρατήρηση για τη συμπεριφορά ή για τον τρόπο που εκτελεί μια κίνηση, αναφερόμαστε στην ίδια τη συμπεριφορά ή την εκτέλεση της κίνησης και όχι εν γένει στο άτομο ή την προσωπικότητά του
o   Είμαστε ευγενικοί και όχι απότομοι στον τρόπο που του μιλάμε
o   Όταν θέλουμε να το επιβραβεύσουμε, είμαστε συγκεκριμένοι και σαφείς για τη συμπεριφορά που επιβραβεύουμε και όχι γενικοί και αφηρημένοι. Πχ. Δεν λέμε μπράβο γενικά αλλά «Μπράβο γιατί έκανες αυτό»
o   Διακρίνουμε αυτό που κάνει σωστά και αυτό που κάνει λάθος και του δίνουμε πάντα την προοπτική της βελτίωσης
o   Εξηγούμε για ποιο λόγο θεωρούμε ότι κάποια κίνηση ή συμπεριφορά δεν είναι σωστή
o   Δεν συγκρίνουμε τα άτομα μεταξύ τους. Κάθε άτομο είναι διαφορετικό και σημαντικό γι’ αυτό που είναι
o   Ακούμε, σεβόμαστε τα συναισθήματά τους και προσπαθούμε να κατανοήσουμε τις ανάγκες τους
o   Ενθαρρύνουμε τις πρωτοβουλίες
o   Φροντίζουμε ώστε το επίπεδο των ασκήσεων ή της προπόνησης να είναι στα μέτρα του ατόμου, ώστε επιτυγχάνοντας να προχωρά
o   Μπορούμε να ζητήσουμε από την ομάδα να πει τα θετικά κάθε μέλους. Η διαδικασία μπορεί, για παράδειγμα, να γίνει ως εξής: Αφού τα παιδιά καθίσουν σε κύκλο, ξεκινάμε με το πρώτο παιδί, ας πούμε τον Κώστα, και ζητάμε από τα άλλα παιδιά να του πουν κάποιο θετικό του στοιχείο ή να του πουν τι τους αρέσει σ’ αυτόν. Συνεχίζουμε με το επόμενο παιδί κοκ. Πρόκειται ουσιαστικά για μια διαδικασία θετικής ανατροφοδότησης των μελών μεταξύ τους.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ζέρβας, Γ. (2002). Ψυχολογία Φυσικής Αγωγής & Αθλητισμού, Αθήνα
Martens, R. (1993). Προπονητής & Αθλητική Ψυχολογία. Μετάφραση-Επιμέλεια: Γιάννης Θεοδωράκης, Μάριος Γούδας, Θεσσαλονίκη
Cox, R.H. (2004). Αθλητική Ψυχολογία. Έννοιες και εφαρμογές, Μετ. Σοφία Τριανταφυλλίδου, Αθήνα
Καλπάκογλου, Θ. (1997). Άγχος και πανικός. Γνωσιακή θεωρία και θεραπεία, Αθήνα
De Andrés,V., De Andrés, F. (2011). Απόλυτη Αυτοπεποίθηση. Ανάπτυξε τη συναισθηματική νοημοσύνη και την αυτοεκτίμησή σου – απόκτησε κίνητρα, Μετ. Χρύσα Μπανιά, Αθήνα.

ΑΡΘΡΟ
ΠΟΥΝΤΖΟΥΚΙΔΗΣ ΚΩΝ/ΝΟΣ
ΑΠΟΦΟΙΤΟΣ ΤΕΦΑΑ
ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΕΣ
ΤΑΕ ΚΒΟ ΝΤΟ- KICK BOXING -ΠΥΓΜΑΧΙΑ